-
1 ход
-а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•ход вперд κίνηση προς τα μπρος•
ход поезда η κίνηση του τρένου•
тихий ход σιγανή κίνηση•
полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•
средний ход μέση ταχύτητα•
два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•
дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•
пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•
работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•
всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•
на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•
по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.
|| η ταχύτητα•замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.
|| παλ. • εκκλσ. πομπή• λιτανεία•крестный ход η περιφορά του σταυρού.
2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•
ход сражения η εξέλιξη της μάχης•
постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•
ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.
3. λειτουργία•плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•
4. κίνηση με, δια•колсный ход η κίνηση με τροχούς•
гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•
коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.
5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•
ход тузом το παίξιμο με τον άσο.
|| η σειρά έναρξης•твой ход η σειρά σου (να παίξεις).
6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.8. είσοδος•ход парадный η κύρια είσοδος•
чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•
ход со двора είσοδος από την αυλή•
потайной ход κρυφή είσοδος•
комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.
|| δίοδος, πέρασμα, διάβαση•подземный ход υπόγεια βιάβαση.
|| μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.εκφρ.на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•-ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•своим -ом – με το δικό μου τρόπο•дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•- у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.